Μετάφραση: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγικό σημείωμα, μετάφραση, ερμηνευτικά σημειώματα, Αθήνα: Πόλις 2002
Ύστερ' από αυτά, είπα, δοκίμασε να απεικονίσεις την ανθρώπινη φύση μας ως προς την παιδεία και την απαιδευσία της πλάθοντας με το νου σου μια κατάσταση όπως η ακόλουθη. Φαντάσου δηλαδή ανθρώπους σ' ένα οίκημα υπόγειο, κάτι σαν σπηλιά, που το άνοιγμά της, ελεύθερο στο φως σε μεγάλη απόσταση, θα απλώνεται σε όλο το πλάτος της σπηλιάς, και τους ανθρώπους αυτούς να βρίσκονται μέσα εκεί από παιδιά αλυσοδεμένοι από τα σκέλια και τον αυχένα ώστε να μένουν ακινητοποιημένοι και να κοιτάζουν μόνο προς τα εμπρός χωρίς να μπορούν, έτσι αλυσοδεμένοι καθώς θα είναι, να στρέφουν γύρω το κεφάλι τους· κι ένα φως να τους έρχεται από ψηλά κι από μακριά, από μια φωτιά που θα καίει πίσω τους, κι ανάμεσα στη φωτιά και στους δεσμώτες, στην επιφάνεια του εδάφους, να περνάει ένας δρόμος· κι εκεί δίπλα φαντάσου ένα τειχάκι χτισμένο παράλληλα στο δρόμο σαν εκείνα τα χαμηλά παραπετάσματα που στήνουν οι ταχυδακτυλουργοί μπροστά στους θεατές για να δείχνουν απο 'κει τα τεχνάσματά τους.
Το φαντάζομαι, είπε.
Φαντάσου ακόμη ότι κατά μήκος σ' αυτό το τειχάκι κάποιοι άνθρωποι μεταφέρουν κάθε λογής κατασκευάσματα που εξέχουν από το τειχάκι, αγάλματα και άλλα ομοιώματα ζώων, από πέτρα, από ξύλο ή από οτιδήποτε άλλο, κι ότι, όπως είναι φυσικό, άλλοι από τους ανθρώπους που κουβαλάνε αυτά τα πράγματα μιλούν ενώ άλλοι είναι σιωπηλοί.
Αλλόκοτη, είπε, η εικόνα που περιγράφεις, και οι δεσμώτες αλλόκοτοι κι αυτοί.
Όμοιοι με εμάς, έκανα εγώ· γιατί πρώτα–πρώτα μήπως φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες αυτοί εκτός από τον εαυτό τους και τους διπλανούς τους βλέπουν ποτέ τους τίποτε άλλο πέρα από τις σκιές που ρίχνει το φως αντικρύ τους στον τοίχο της σπηλιάς;
Μα πώς θα ήταν δυνατόν, είπε, αφού σ' όλη τους τη ζωή είναι αναγκασμένοι να έχουν το κεφάλι τους ακίνητο;
Και με τα πράγματα που περνούν μπροστά στο τειχάκι τι γίνεται; Τι άλλο εκτός από τις σκιές τους βλέπουν οι δεσμώτες:
Σαν τι άλλο θα μπορούσαν να δουν;
Αν, τώρα, είχαν τη δυνατότητα να συνομιλούν, δεν νομίζεις ότι θα πίστευαν πως αυτά για τα όποια μιλούν δεν είναι παρά οι σκιές που έβλεπαν να περνούν μπροστά από τα μάτια τους;
Κατανάγκην, είπε.
Κι αν υποθέσουμε ακόμη ότι στο δεσμωτήριο ερχόταν και αντίλαλος από τον αντικρυνό τοίχο; Κάθε φορά που θα μιλούσε κάποιος από όσους περνούσαν πίσω τους, φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες δεν θα πίστευαν ότι η φωνή βγαίνει από τη σκιά που θα έβλεπαν να περνά από μπροστά τους;
Μα το Δία, είπε, και βέβαια.
Ασφαλώς λοιπόν, είπα εγώ, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα ήταν δυνατόν να πιστέψουν για αληθινό τίποτε άλλο παρά μονάχα τις σκιές των κατασκευασμάτων.
Ανάγκη αδήριτη, είπε.
Σκέψου τώρα, είπα εγώ, ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει η απαλλαγή τους από τα δεσμά και η γιατρειά τους από την πλάνη και την αφροσύνη, αν τύχαινε και τους συνέβαιναν τα εξής: Κάθε φορά που κάποιος από αυτούς θα λυνόταν και θα αναγκαζόταν ξαφνικά να ελευθερωθεί και να γυρίσει το κεφάλι και να περπατήσει και να αντικρύσει το φως ψηλά ―κι όλα αυτά πονώντας πολύ και αδυνατώντας από την εκτυφλωτική λάμψη να διακρίνει εκείνα τα πράγματα που ως τώρα έβλεπε τις σκιές τους―, τι φαντάζεσαι ότι θα έλεγε ο άνθρωπος αυτός, αν κάποιος του έλεγε ότι όσα έβλεπε πρωτύτερα ήταν ανοησίες και ότι τώρα είναι κάπως πιο κοντά στην πραγματικότητα κι ότι έχοντας τώρα στραφεί σε αντικείμενα πιο πραγματικά βλέπει σωστότερα; Ιδίως μάλιστα αν δείχνοντάς του καθένα από τα αντικείμενα που περνούσαν από μπροστά του τον ρωτούσε και τον υποχρέωνε να απαντήσει τι είναι το καθένα τους. Δεν νομίζεις ότι ο άνθρωπος εκείνος θα τα 'χανε και θα πίστευε ότι όσα έβλεπε τότε ήταν αληθινότερα από εκείνα που του έδειχναν τώρα;
Και πολύ μάλιστα.
Κι άμα θα τον ανάγκαζε να κοιτάξει στο ίδιο το φως, δεν θα αισθανόταν έντονο πόνο στα μάτια και δεν θα προσπαθούσε να το αποφύγει στρέφοντας το βλέμμα του πάλι σ' εκείνα που μπορεί να βλέπει, και δεν θα νόμιζε ότι εκείνα είναι στ' αλήθεια πιο σαφή και ευκρινή από όσα του έδειχναν τώρα;
Έτσι, είπε.
Αν, τέλος, είπα εγώ, κάποιος τον τραβούσε δια της βίας προς τα έξω από ένα ανέβασμα κακοτράχαλο κι απότομο και δεν τον άφηνε προτού να τον βγάλει στο φως του ήλιου, άραγε ο δεσμώτης δεν θα πονούσε και δεν θα αγανακτούσε που τον τραβολογούσαν, κι όταν θα έβγαινε στο φως, έτσι καθώς τα μάτια του θα ήταν πλημμυρισμένα από την εκτυφλωτική λάμψη, δεν θα του ήταν εντελώς αδύνατο να διακρίνει έστω και ένα από τα πράγματα, για τα οποία θα του λέγανε τώρα πως είναι αληθινά;
Θα του ήταν αδύνατον, είπε· έτσι στα ξαφνικά τουλάχιστον.
Θα χρειαζόταν, νομίζω, κάποιος χρόνος προσαρμογής, προκειμένου να αντικρύσει τα πράγματα επάνω. Έτσι, στην αρχή, θα διέκρινε ευκολότερα τις σκιές, έπειτα τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων πραγμάτων στο νερό κι ύστερα τα ίδια τα πράγματα· από αυτά όσα βρίσκονται στον ουρανό, και αυτό τον ίδιο τον ουρανό, θα μπορούσε να τα κοιτάξει πιο εύκολα τη νύχτα με το φως των άστρων και του φεγγαριού παρά την ημέρα, με τον ήλιο και το φως του.
Ασφαλώς.
Και τελευταίο απ' όλα θα μπορούσε να αντικρύσει τον ήλιο, όχι είδωλά του στο νερό ή σε κάποια θέση άλλην από τη δική του, αλλά τον ήλιο αυτόν καθαυτόν στον δικό του τόπο, και να θεαστεί τη φύση του.
Κατανάγκην, είπε.
Κι ύστερα από αυτά θα έφθανε να συλλάβει με το λογισμό του ότι αυτός, ο ήλιος, είναι που δωρίζει τις εποχές και τα χρόνια και που διαφεντεύει τα πάντα στη σφαίρα των ορατών πραγμάτων, και κατά κάποιον τρόπο είναι η αιτία για όλα όσα έβλεπαν ο ίδιος και οι άλλοι δεσμώτες.
Προφανώς, είπε, αυτό θα ήταν το επόμενο συμπέρασμά του.
Λοιπόν; Καθώς θα ξαναθυμάται τον τόπο, στον οποίο έμενε πρώτα, τη «σοφία» που είχαν εκεί, και τους συγκρατούμενούς του εκεί, δεν νομίζεις ότι θα καλοτυχίζει τον εαυτό του για την αλλαγή, ενώ για 'κείνους θα αισθάνεται οίκτο;
Και πολύ μάλιστα.
Κι αν υποθέσουμε ότι οι δεσμώτες είχαν θεσπίσει τότε κάποιες τιμές και επαίνους μεταξύ τους και βραβεία για όποιον διέκρινε καθαρότερα απ' όλους τα αντικείμενα που περνούσαν μπροστά τους, ή για όποιον συγκρατούσε στη μνήμη του ποια από αυτά συνήθως περνούσαν πρώτα, ποια ύστερα και ποια πήγαιναν μαζί με ποια, έτσι που βάσει αυτού να έχει κάποια ιδιαίτερη ικανότητα στο να μαντεύει τι επρόκειτο να περάσει κάθε φορά, έχεις μήπως τη γνώμη ότι ο άνθρωπος αυτός θα φλεγόταν από την επιθυμία για τέτοια πράγματα και ότι θα ζήλευε όσους τιμούνταν εκεί και είχαν δύναμη και αναγνώριση; Ή θα είχε πάθει αυτό που λέει ο Όμηρος, και θα επιθυμούσε διακαώς «πάνω στη γη να ζούσε κι ας ξενοδούλευε σε κάποιον άκληρο» ή να υπέφερε οτιδήποτε παρά να νομίζει τέτοια πράγματα και να ζει όπως εκείνοι;
Έτσι νομίζω κι εγώ, είπε· θα προτιμούσε να πάθαινε οτιδήποτε παρά να ζει εκείνη τη ζωή.
Συλλογίσου τώρα και τούτο, είπα εγώ. Αν ένας άνθρωπος σαν αυτόν κατέβαινε ξανά εκεί κάτω και καθόταν στην ίδια θέση, άραγε τα μάτια του δεν θα ήταν γεμάτα σκοτάδι, καθώς θα ερχόταν έτσι απότομα από το φως του ήλιου;
Βεβαιότατα.
Κι αν θα χρειαζόταν να παραβγεί πάλι με εκείνους που είχαν παραμείνει δεσμώτες προσπαθώντας να διακρίνει τις σκιές, ενώ η όρασή του θα είναι αδύναμη ωσότου να προσαρμοστούν τα μάτια του κι ο χρόνος της προσαρμογής όχι πολύ σύντομος, άραγε δεν θα γινόταν περίγελως και δεν θα έλεγαν γι' αυτόν ότι γύρισε με τα μάτια του χαλασμένα απο 'κει πάνω που ανέβηκε, και ότι δεν αξίζει τον κόπο ούτε καν να δοκιμάσει κανείς να ανεβεί επάνω; Κι όποιον θα επιχειρούσε να τους λύσει από τα δεσμά και να τους ανεβάσει επάνω, αυτόν, αν μπορούσαν με κάποιον τρόπο να τον πιάσουν στα χέρια τους και να τον σκοτώσουν, δεν θα τον σκότωναν;
Ασφαλώς, είπε.
Αυτή λοιπόν την εικόνα, φίλε Γλαύκων, πρέπει να την συνδέσουμε ολόκληρη με όσα λέγαμε πρωτύτερα, και να παρομοιάσουμε την περιοχή που μας εμφανίζεται διαμέσου της όρασης με τη διαμονή στο δεσμωτήριο, και το φως της φωτιάς που υπάρχει εκεί με τη δύναμη του ήλιου· κι αν παραβάλεις το ανέβασμα προς τα πάνω, και τη θέαση των πραγμάτων του επάνω κόσμου με την άνοδο της ψυχής στον νοητό τόπο, δεν θα πέσεις μακριά από τη δική μου πίστη, μια που θέλεις να την ακούσεις. Κατά πόσο αληθεύει, το ξέρει ο θεός. Σ' εμένα πάντως το πράγμα φαίνεται να έχει ως εξής. Στη σφαίρα της γνώσης γίνεται ορατή, τελευταία και με μεγάλη δυσκολία, η ιδέα του Αγαθού και, σαν γίνει ορατή, πρέπει κανείς να την συλλογιστεί ως την αιτία κάθε σωστού και ωραίου πράγματος όσον αφορά όλα τα όντα ― αυτήν η οποία στον ορατό τόπο γέννησε το φως και τον άρχοντά του, και η οποία στον νοητό τόπο είναι η ίδια αρχόντισσα που δώρησε αλήθεια και νόηση και ότι την ιδέα αυτή του Αγαθού είναι απαραίτητο να την αντικρύσει όποιος μέλλει να πράξει με φρόνηση είτε στην ιδιωτική είτε στη δημόσια σφαίρα.
Συμφωνώ, είπε, κι εγώ μαζί σου, με τον τρόπο βέβαια που μπορώ.
Έλα τότε λοιπόν, είπα εγώ, να συμφωνήσεις μαζί μου και σε τούτο, και μην παραξενεύεσαι που όσοι έφθασαν ως εκεί δεν θέλουν να καταπιάνονται με τις συνηθισμένες ασχολίες των ανθρώπων αλλά οι ψυχές τους ποθούν να μένουν εκεί στα ψηλά· κι είναι, υποθέτω, φυσικό να συμβαίνει έτσι, αν η εικόνα που αναφέραμε πρωτύτερα είναι σωστή.
Βεβαίως είναι φυσικό, είπε.
Το νομίζεις, τότε, παράξενο, είπα εγώ, αν κάποιος, ύστερ' από εκείνη τη θέαση πραγμάτων θεϊκών, μόλις έλθει σε επαφή με τις ανθρώπινες μικρότητες, φέρεται αδέξια και φαίνεται πολύ γελοίος καθώς η όρασή του είναι ακόμη ανήμπορη να δει, και προτού συνηθίσει αρκετά στη σκοτεινιά του κόσμου, αναγκαστεί να μπλέξει σε δικαστικούς αγώνες και άλλα τέτοια για τις σκιές του δικαίου ή για τα είδωλα που ρίχνουν αυτές οι σκιές και να πολεμάει με πάθος τις δοξασίες που έχουν γι' αυτά άνθρωποι, οι οποίοι την αληθινή δικαιοσύνη δεν την έχουν αντικρύσει ποτέ τους;
Δεν το νομίζω διόλου παράξενο, είπε.
Όποιος όμως έχει νου, είπα, θα αναλογιστεί ότι δύο ειδών είναι οι συγχύσεις που συμβαίνουν στα μάτια και δύο ειδών οι αιτίες στις οποίες οφείλονται, ανάλογα με το αν περνάει κανείς από το φως στο σκοτάδι ή από το σκοτάδι στο φως. Και θεωρώντας ότι ακριβώς τα ίδια συμβαίνουν και με την ψυχή, όποτε θα βλέπει κάποια ψυχή να τα 'χει χαμένα και να μην μπορεί να διακρίνει κάτι, αυτός δεν θα βάζει τα γέλια, ασυλλόγιστα, αλλά θα προσπαθεί να διαπιστώσει τι από τα δύο συμβαίνει: Είναι άραγε τυφλωμένη επειδή έχοντας έλθει από μια ζωή φωτεινότερη δεν είναι συνηθισμένη στο σκοτάδι ή, αντιθέτως, επειδή προχωράει από την περισσή αμάθεια σε μια περιοχή φωτεινότερη, κάτι πιο λαμπερό έχει πλημμυρίσει τα μάτια της με εκτυφλωτικό φως; Κι έτσι τη μια ψυχή θα την καλοτυχίσει για το πάθημά της και για τον τρόπο της ζωής της, ενώ για την άλλη θα αισθανθεί λύπη, κι αν θα 'δειχνε τη διάθεση να την περιγελάσει, το γέλιο του αυτό θα ήταν λιγότερο καταγέλαστο απ' ότι το γέλιο για εκείνη που έχει φθάσει εδώ από ψηλά, από το φως.
Πάρα πολύ μετρημένα, είπε, τα λόγια σου.
Τότε, είπα, αν τούτα 'δω είναι αληθινά, πρέπει κι εμείς να παραδεχθούμε το εξής σχετικά με αυτά: Ότι η παιδεία δεν είναι ό,τι ισχυρίζονται γι' αυτήν κάποιοι, οι οποίοι έχουν για επάγγελμά τους την εκπαίδευση. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι μέσα στην ψυχή δεν υπάρχει γνώση κι ότι κατά κάποιον τρόπο τη γνώση την βάζουν αυτοί στην ψυχή, περίπου σαν να έβαζαν όραση σε μάτια τυφλών.
Το ισχυρίζονται πράγματι, είπε.
Απεναντίας, η τωρινή διερεύνησή μας, είπα εγώ, δείχνει αυτή τη δύναμη της γνώσης που καθένας έχει μέσα στην ψυχή του, κι επίσης το εργαλείο, με το οποίο καθένας φθάνει στη μάθηση. Όπως ακριβώς αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να στρέφει κανείς τα μάτια του από το σκοτάδι στο φως παρά μόνο στρέφοντας ολόκληρο το σώμα, έτσι πρέπει να στραφεί με ολόκληρη την ψυχή από την περιοχή του γίγνεσθαι προς την άλλη πλευρά, ώσπου να γίνει ικανή η ψυχή να αντέχει να αντικρύζει το ον και το πιο φωτεινό από το ον· και ισχυριζόμαστε ότι αυτό είναι το Αγαθό. Δεν είναι έτσι;
Ναι.
Επομένως η παιδεία, είπα εγώ, θα είναι η τέχνη για αυτό το πράγμα, για τη μεταστροφή της ψυχής, με ποιον τρόπο δηλαδή η μεταστροφή θα συντελεστεί όσο το δυνατόν ευκολότερα και αποτελεσματικότερα, όχι πώς θα εμφυτευθεί στο όργανο αυτό η δύναμη της όρασης, αλλά θεωρώντας δεδομένο ότι το όργανο διαθέτει αυτή τη δύναμη κι ότι απλώς δεν είναι στραμμένο στη σωστή κατεύθυνση και δεν κοιτάζει προς τα εκεί που θα έπρεπε, να μηχανευτεί η τέχνη της παιδείας έναν τρόπο ώστε αυτό να κατορθωθεί.
Έτσι φαίνεται, είπε.
Οι άλλες, τώρα, αρετές, που γενικώς χαρακτηρίζονται ως αρετές της ψυχής, φαίνεται ότι είναι κάπως κοντά στο σώμα ―γιατί στ' αλήθεια, ενώ πρωτύτερα δεν υπήρχαν στην ψυχή, ύστερα, με τον εθισμό και την άσκηση, εμφυτεύονται σ' αυτήν―, ενώ η φρόνηση κι η γνώση φαίνεται να ριζώνει σε κάτι ασυγκρίτως πιο θεϊκό που ποτέ δεν χάνει τη δύναμή του αλλά που με τη μεταστροφή γίνεται χρήσιμο και ωφέλιμο, κι άλλοτε πάλι άχρηστο και βλαβερό. Ή μήπως δεν έχεις διόλου προσέξει την ψυχή ανθρώπων, για τους οποίους λέμε ότι είναι φαύλοι αλλά πανέξυπνοι, πόσο κόβει το μάτι τους και με πόση οξυδέρκεια διακρίνουν αυτά στα οποία είναι στραμμένο το βλέμμα τους· δεν βλέπει άσχημα η ψυχή τους, είναι όμως αναγκασμένη να υπηρετεί την κακία, κι έτσι όσο καλύτερα βλέπει τόσο περισσότερα κακά απεργάζεται.
Βεβαίως, είπε.
Σ' αυτήν όμως τη φτιαξιά, είπα εγώ, αν έπαιρνε κάποιος ένα μαχαίρι κι άρχιζε από την παιδική κιόλας ηλικία να της κόβει ολόγυρα τα μέρη που συγγενεύουν με τον κόσμο του γίγνεσθαι και που με την πολυφαγία και τη λαγνεία και τις άλλες ηδονές έχουν προσκολληθεί επάνω της και σαν κομμάτια μολύβι της γυρίζουν την όψη προς τα κάτω ― αυτά που αν τα ξεφορτωνόταν, θα στρεφόταν στα αληθινά όντα και τότε η ίδια αυτή δύναμη των ίδιων ανθρώπων θα έβλεπε τα αληθινά τόσο ξεκάθαρα όσο κι αυτά στα οποία είναι τώρα στραμμένη.
Φυσικά, είπε.
Τότε; Δεν είναι φυσικό, είπα εγώ, και δεν συνάγεται κατανάγκην από όσα έχουμε πει ότι άνθρωποι αμόρφωτοι, δίχως καμιά εμπειρία της αλήθειας, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να διοικήσουν ικανοποιητικά μια πολιτεία ούτε, επίσης, άνθρωποι αφημένοι να περνούν ως το τέλος τη ζωή τους μελετώντας; Οι πρώτοι επειδή δεν έχουν θέσει ένα στόχο προς τον οποίο θα πρέπει να κατατείνουν όλες οι πράξεις τους, οι ιδιωτικές και οι δημόσιες, οι δεύτεροι επειδή από δική τους προαίρεση δεν πρόκειται να ασχοληθούν με τίποτε πρακτικό, καθώς θα νομίζουν ότι έχουν μεταφερθεί, ζωντανοί ακόμη, και ζουν στα νησιά των μακάρων!
Δίκιο έχεις, είπε.
Το έργο λοιπόν, είπα εγώ, που έχουμε να επιτελέσουμε εμείς, οι θεμελιωτές της πόλης, είναι να υποχρεώσουμε όσους από τη φύση τους είναι προικισμένοι κατά τον καλύτερο τρόπο να προσεγγίσουν εκείνο το μάθημα που προηγουμένως το χαρακτηρίσαμε ως το μέγιστο: να αντικρύσουν το Αγαθό και να βγάλουν εκείνη την ανηφοριά, και σαν ανέβουν και το κοιτάξουν αρκετά, να μην τους επιτρέψουμε αυτό που τώρα επιτρέπεται.
Δηλαδή ποιο;
Το να μένουν, είπα εγώ, εκεί και να μη θέλουν να κατέβουν πάλι δίπλα σ' εκείνους τους δεσμώτες και να μοιραστούν μαζί τους τούς κόπους και τις τιμές, είτε αυτές είναι τιποτένιες είτε σπουδαιότερες.
Μα τότε, είπε, δεν θα τους αδικήσουμε και δεν θα τους κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ μπορούν να ζήσουν καλύτερα;
Ξέχασες πάλι, είπα εγώ, φίλε μου, ότι το νόμο δεν τον ενδιαφέρει πώς μια ορισμένη τάξη στην πόλη θα γίνει ιδιαίτερα ευτυχισμένη, αλλά αναζητεί τρόπους ώστε η ευτυχία αυτή να πραγματοποιηθεί για όλη την πόλη συνενώνοντας αρμονικά τους πολίτες με την πειθώ αλλά και τον εξαναγκασμό, κάνοντάς τους να δίνουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που μπορεί καθένας από αυτούς να προσφέρει στο σύνολο και πλάθοντας ο ίδιος ο νόμος τέτοιους άνδρες στην πόλη όχι για να τους αφήνει έπειτα να τραβούν κατα 'κει που αρέσει στον καθένα αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος για την ενίσχυση της ενότητας της πόλης.
Σωστά, είπε· το είχα ξεχάσει.
Σκέψου ακόμη, Γλαύκων, ότι δεν πρόκειται να αδικήσουμε τους φιλοσόφους που θα βγάλει η πόλη μας αλλά θα τους πούμε σωστά πράγματα υποχρεώνοντάς τους να φροντίζουν τους άλλους και να τους προσέχουν. Θα τους πούμε δηλαδή ότι εύλογα στις άλλες πόλεις οι φιλόσοφοι όπως αυτοί δεν συμμετέχουν σε βαριά καθήκοντα· γιατί ξεφυτρώνουν από μόνοι τους χωρίς τη σκόπιμη δράση της μιας ή της άλλης πολιτείας, και είναι δίκαιο ό,τι φυτρώνει από μόνο του, χωρίς να χρωστά σε κανέναν την τροφή του, να μην έχει και τη διάθεση να πληρώσει σε κάποιον για τη διατροφή. Εσάς όμως σας αναστήσαμε προς το δικό σας αλλά και το δικό μας το συμφέρον, κάτι σαν οδηγητές και βασιλιάδες σ' ένα σμήνος μέλισσες, και σας έχουμε δώσει παιδεία πιο καλή και πιο ολοκληρωμένη από εκείνων την παιδεία και σας έχουμε κάνει και στα δύο, στην πολιτική όσο και στη φιλοσοφία, πιο δυνατούς. Ας κατεβείτε λοιπόν, καθένας με τη σειρά του, στον τόπο που μένουν οι άλλοι κι ας συνηθίσετε μαζί μ' εκείνους κι εσείς να βλέπετε τις σκιές· γιατί όταν το συνηθίσετε, θα διακρίνετε χίλιες φορές καλύτερα απ' όσο οι δεσμώτες εκεί στη σπηλιά και θα αναγνωρίζετε τα είδωλα ένα προς ένα, τι λογής είναι και ποιανού πράγματος αποτελούν είδωλο, διότι εσείς έχετε δει την αλήθεια των όμορφων, των δίκαιων, των αγαθών πραγμάτων. Κι έτσι θα 'ναι αληθινή η ζωή που θα ζήσουμε, εμείς κι εσείς, στην πόλη, κι όχι ένα όνειρο, όπως είναι τώρα στις περισσότερες πολιτείες όπου οι άνθρωποι πολεμούν ο ένας τον άλλο για σκιές και ξεσηκώνονται να αρπάξουν την εξουσία, λες και είναι τάχα η εξουσία κανένα μεγάλο καλό. Ενώ, βέβαια, η αλήθεια είναι τούτη: Σε μια πολιτεία όπου όσοι πρόκειται να ασκήσουν εξουσία έχουν ελάχιστα τη διάθεση να εξουσιάζουν, τα πράγματα σ' αυτή την πολιτεία θα πηγαίνουν περίφημα και δεν θα υπάρχει καμιά αναταραχή, ενώ όπου οι άρχοντες θα έχουν την αντίθετη διάθεση, θα είναι και η κατάσταση των πραγμάτων η αντίθετη.
Βεβαίως, είπε.
Φαντάζεσαι λοιπόν ότι οι μαθητές μας δεν θα πειθαρχήσουν ακούγοντάς τα αυτά και δεν θα θελήσουν να έχουν κι αυτοί κάποια συμμετοχή, καθένας με τη σειρά του, στο μόχθο της πολιτικής, αλλά ότι τον περισσότερο χρόνο θα μένουν μαζί ο ένας με τον άλλο σε εκείνο τον καθαρότερο τόπο;
Αδύνατον, είπε· γιατί θα δώσουμε δίκαιες προσταγές σε δίκαιους ανθρώπους. Και ασφαλώς καθένας από αυτούς, αντίθετα απ' ότι συμβαίνει με τους τωρινούς άρχοντες των πολιτειών, θα αναλαμβάνει την εξουσία θεωρώντας την κάτι αναπόφευκτα αναγκαίο.
Έτσι είναι, φίλε μου, είπα· αν σ' αυτούς που πρόκειται να κυβερνήσουν εξασφαλίσεις μια ζωή καλύτερη από τη ζωή ενός κυβερνήτη, τότε θα μπορέσει να γίνει για σένα πραγματικότητα αυτή η πόλη με την καλή διακυβέρνηση. Γιατί μόνο σ' αυτήν θα κυβερνήσουν όσοι έχουν στ' αλήθεια πλούτο ― όχι χρυσάφι, αλλά τον πλούτο που είναι απαραίτητο να τον έχει ο ευτυχισμένος άνθρωπος: μια ζωή γεμάτη αρετή και σοφία. Απεναντίας, όταν έρχονται να ασχοληθούν με τα κοινά άνθρωποι φτωχοί και στερημένοι, χωρίς κανένα δικό τους αγαθό στη ζωή, νομίζοντας πως θα 'πρεπε ό,τι καλό τους λείπει να το αρπάξουν από εδώ, τότε δεν κάνουμε τίποτα. Γιατί άμα η εξουσία γίνεται περιμάχητη, ο πόλεμος αυτός, που την αφορά άμεσα και τον έχει μέσα της, τους αφανίζει και αυτούς τους ίδιους αλλά και την υπόλοιπη πόλη.
Πολύ σωστά, είπε.
Ξέρεις εσύ, είπα, κανέναν άλλο τρόπο ζωής που να περιφρονεί τα πολιτικά αξιώματα εκτός από τον τρόπο της ζωής του αληθινού φιλοσόφου;
Μα το Δία όχι, είπε εκείνος.
Ωστόσο είναι ανάγκη στην εξουσία να μην ανέρχονται άνθρωποι που έχουν έρωτα για αυτήν· διαφορετικά οι αντίζηλοί τους θα τους πολεμήσουν.
Ασφαλώς.
Ποιους άλλους λοιπόν θα αναγκάσεις να αναλάβουν τη φύλαξη της πόλης παρά εκείνους που έχουν στοχαστεί όσο κανένας άλλος με ποια μέσα κυβερνιέται καλύτερα η πολιτεία και έχουν δοκιμάσει κι άλλες τιμές και έναν τρόπο ζωής καλύτερον από του πολιτικού ηγέτη;
Κανέναν άλλο, είπε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου